λεοντοφόρος

λεοντοφόρος
λεοντοφόρος
bearing the figure of a lion
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεοντοφόρος — λεοντοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει εικόνα λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοφόρον — λεοντοφόρος bearing the figure of a lion masc/fem acc sg λεοντοφόρος bearing the figure of a lion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοφόρῳ — λεοντοφόρος bearing the figure of a lion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”